Η τροφική αλλεργία και η δυσανεξία είναι ίδιες καταστάσεις.
Μύθος. Υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ αλλεργίας και δυσανεξίας με τη βασική να αποτελεί το γεγονός ότι στην αλλεργία υπάρχει κινητοποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος κάθε φορά που υπάρχει κατανάλωση συγκεκριμένης τροφής. Τα συμπτώματα της τροφικής αλλεργίας μπορεί να ποικίλλουν από ήπια (φαγούρα σε χείλη και γλώσσα) έως και πολύ σοβαρά και απειλητικά για τη ζωή όπως είναι η αναφυλαξία (με δυσκολία στην αναπνοή, υπόταση, απώλεια αισθήσεων).
Στην περίπτωση της δυσανεξίας λείπει από τον οργανισμό ένα ένζυμο που είναι απαραίτητο για την επεξεργασία συγκεκριμένης τροφής. Εάν για παράδειγμα έχει κάποιος δυσανεξία στη λακτόζη, δεν παράγει αρκετή λακτάση και δεν μπορεί να αφομοιώσει γαλακτοκομικά προϊόντα. Τα συμπτώματα συνήθως προέρχονται από το γαστρεντερικό και μπορεί να είναι κοιλιακό άλγος, φουσκώματα και ναυτία. Είναι μία κατάσταση που μπορεί να επηρεάσει την ποιότητα ζωής του ατόμου, αλλά σε καμία περίπτωση οι αντιδράσεις δεν μπορεί να είναι απειλητικές για τη ζωή ανεξάρτητα από την ποσότητα τροφής που λαμβάνεται.
Βέβαια, τόσο στην περίπτωση της αλλεργίας όσο και στην περίπτωση της δυσανεξίας η αποφυγή είναι καλύτερη στρατηγική, τουλάχιστον ως αρχική επιλογή. Στην περίπτωση της τροφικής αλλεργίας σε συνεννόηση με Αλλεργιολόγο μπορεί να αποφασισθεί περαιτέρω χειρισμός.
Τα παιδιά μπορεί να ξεπεράσουν κάποιες από τις συχνότερες τροφικές αλλεργίες.
Πραγματικότητα. Το μεγαλύτερο ποσοστό των παιδιών ξεπερνούν την αλλεργία σε γάλα, αβγά και σιτηρά μέχρι πριν την εφηβεία. Ανάλογα με τη σοβαρότητα των αντιδράσεων και των ευαισθητοποιήσεων μπορούν να αποφασισθούν και χειρισμοί που αφορούν επαγωγή ανοχής με θερμικά επεξεργασμένες μορφές του αλλεργιογόνου (ψημένες μορφές) ή και από του στόματος επαγωγή ανοχής με σταδιακά αυξανόμενη ποσότητα αλλεργιογόνου και καθημερινή κατανάλωση.
Οι πιθανότητες να ξεπεράσουν τα παιδιά αλλεργίες σε ψάρια, καρκινοειδή-μαλάκια (θαλασσινά) και ξηρούς καρπούς είναι πολύ χαμηλότερη και συνήθως είναι τροφές που μπορεί να οδηγήσουν σε σοβαρές αντιδράσεις και στην ενήλικο ζωή τους.
Οι σοβαρότερες αντιδράσεις προκαλούνται από ξηρούς καρπούς.
Μύθος. Οποιοδήποτε τρόφιμο από τις οκτώ κατηγορίες που ευθύνονται για το 90% των τροφικών αλλεργιών μπορεί να ευθύνεται για σοβαρές αντιδράσεις. Άρα γάλα και γαλακτοκομικά, αβγό, σιτηρά, σόγια και όσπρια, ξηροί καρποί, ψάρια και θαλασσινά μπορεί να οδηγήσουν όλα σε σοβαρές εκδηλώσεις στα αλλεργικά άτομα ανάλογα με τη σοβαρότητα της ευαισθητοποίησης.
Μία εξέταση αίματος αρκεί για τη διάγνωση της τροφικής αλλεργίας.
Μύθος. Οι εξετάσεις αίματος μπορεί να είναι παραπλανητικές και να υπάρχει ένα «ψευδώς θετικό» αποτέλεσμα. Ο ρόλος του Αλλεργιολόγου είναι να λάβει ένα αναλυτικό ιστορικό, να διενεργήσει έλεγχο με δερματικές δοκιμασίες νυγμού με τη χρήση εκχυλισμάτων, αλλά και με την ίδια την τροφή, να αξιοποιήσει τα αποτελέσματα του ορολογικού ελέγχου (ακόμη και του ελέγχου των ανασυνδυασμένων αλλεργιογόνων που έχουν μπει τα τελευταία λίγα χρόνια στη διαγνωστική μας φαρέτρα) και να αποφασίσει τη διενέργεια τροφικής πρόκλησης.
Η τροφική πρόκληση και ειδικά αυτή που εκτελείται σε 2 φάσεις με εικονική τροφή, είναι απαραίτητη για τη διάγνωση της τροφικής αλλεργίας. Κατά τη διάρκεια των τροφικών προκλήσεων δίνεται σε ελεγχόμενο περιβάλλον σταδιακά αυξανόμενη ποσότητα τροφής. Αν δεν υπάρχουν εκδηλώσεις μπορεί να βγει η ταμπέλα της τροφικής αλλεργίας σε περιπτώσεις ασαφούς ιστορικού και μη επιβεβαιωτικού ελέγχου ή να επιβεβαιωθεί ότι τα άτομα (ειδικά τα παιδιά) έχουν ξεπεράσει την τροφική τους αλλεργία.